Σηκώνομαι από το τραπέζι και κατευθύνομαι προς το Κολωνάκι. Διασχίζοντας τη Βασιλίσσης Σοφίας, περνώ στο πάρκο του Ευαγγελισμού. Σε όλες τις στροφές, η ζέστη με βρίσκει και με χαϊδεύει, έως ότου φτάνω στην Πλατεία, που πρωτοάκουσα μαλακιούλες του τύπου: «Τα ξέρω τα Εξάρχεια, εκεί ζούσε ο τότε μου, ο Α». Το μαγαζί του τοξικού γελοίου, στο σημείο β’, ο χώρος ταφής μουσικής, στο σημείο γ’, ο υπάλληλος ΕΛΤΑ στο δ’, έχω εντοπίσει σημεία θυμού, που μπορούν να φορτίσουν την πόλη σε περίπτωση black out.
Επίσης, έχω σκεφτεί χίλιους τρόπους δολοφονίας. Με χαρτί αλληλογραφίας και με μέλιστρο. Από παράθυρο, με μπιγκόνια σε γλάστρα. Με τάπες, από ποδοσφαιρικά παπούτσια, στη μούρη. Με κατσαβίδι στο σβέρκο, με στριχνίνη στον καφέ, με την κούπα του καφέ να σπάει τα δόντια και τον λαιμό να τσακίζει, από χορδές μουσικών οργάνων. Με πριόνι, με το σύρμα της μπουγάδας. Με γραφίδα σχεδίασης στη μηριαία αρτηρία. Με πάγο και φωτιά. Με το κεφάλι σε αστεία στάση και τη γλώσσα έξω, ή, σαν τη κουκουβάγια στον ύπνο, παραμορφωμένο και με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά. Σε παρόντα χρόνο και τόπο, ασκώ το δικαίωμα να μην είμαι καλός, γενναιόδωρος, προσηνής· μέτρα των άλλων και δικά τους ας μείνουν. Στο κάτω-κάτω, πρέπει να αφήνουμε χώρο και χρόνο στον θυμό μας, γιατί, εάν, μέναμε στη φρικτή διαπίστωση πως, κάθε επιλογή των άλλων είναι σεβαστή, κι εμείς οφείλουμε τη συγκατάβασή μας, δεν θα είχαμε κάνει βήμα, από τις επικίνδυνες φιγούρες του πιθήκου και των αγίων.
Εάν με έφτιαχναν άγαλμα, θα ήμουν σαν εκείνα τα ψεύτικα από ροκανίδια που βάζουν αντί για σκιάχτρα σε παιδικές παραστάσεις. Κάποιο παράταιρο παιδί, του Γιόζεφ Μπόις8, θα με πασάλειβε με θραύσματα ξύλου, όπως όσα θρυμματίζει μια σφαίρα, όταν χτυπάει ξερό υλικό. Περίεργη αυτή η αίσθηση εκπαίδευσης στον έρωτα. Αυτός ο αναθεματισμένος Πυγμαλίωνας που βγάζουμε, λες και οι άνθρωποι μαθαίνουν από τα λάθη τους, επειδή τους το λένε και μόνο. Κι όμως, δεν ξέρω ακόμη, τι άλλο μπορεί να είναι όλο αυτό, εκτός από σχολική εκδρομή με το φρικιό μέσα μας.
Στο δρόμο προς την πλατεία, βαδίζοντας την Ηροδότου, ο ήλιος γίνεται ανυπόφορος. Περνάω έξω από τη μεγάλη εκκλησία και ρίχνω μια κλεφτή ματιά, σαν συγχώρεση. Όχι γιατί σκέφτηκα το αίμα, αλλά που δεν το ζύγισα (ας είμαστε άνθρωποι, στην τελική, στο έγκλημα). Σε αυτό το σημείο, ας μην ξεχνάμε πως, ο Κάρλο Ζεσουάλδο, πρίγκιπας της Βενόζα και κόμης της Κόντσα, συνέθεσε τους πιο σεπτούς ύμνους για τον Θεό, αφού πρώτα είχε σκοτώσει τη γυναίκα του και τον εραστή της, in flagrante delicto.
Στον Αντώνη Χάλαρη
«Κύριε Νίκο, το πήρε και άφησε κάτι. Ναι, είχατε δίκιο, πολύ όμορφη». Αυτά ήταν τα λόγια της κυρίας Λίτσας, σε σιγανό τέμπο, όταν μου εξομολογούνταν σε συνωμοτικό τόνο το γεγονός. Την είχα ορίσει μεσάζοντα χωρισμού, «τμήμα επιστροφών», συγκεκριμένα. Όπως ξεκινώ από την Κυψέλη, με τα πόδια, παίρνω τον δρόμο για Πατησίων. Βαδίζω στην αρχή, αλλά ο πόνος σπρώχνει τα νεύρα, κι εκείνα εσένα. Επιταχύνω, περνώντας τα τοπόσημα.
Au Revoir, ΑΣΟΕΕ, Πεδίον Άρεως, Πολυτεχνείο. Στρίβεις Στουρνάρη από Εξάρχεια. Λαμαρίνα και μπάτσοι. Νεότευκτες πανσιόν με ψαγμένα ονόματα, gastro-bar και νεο-καφενεία. Όλα στην υπηρεσία σας / τους. Θεματικό πάρκο Αθήνα. Ανθίζουν οι εντερπρενέρς, και η νέα αντιπαροχή συλλαβίζεται με τρία γράμματα. Σομελιέ Κόκα-Κόλας προτείνουν το κατάλληλο σεβίτσε για καπνισμένο ουίσκι, μετά το brunch. Στην πόλη αυτή, μόνο τα αδέσποτα σκυλιά είναι ακόμη καθαρά στις προθέσεις.
Όσο κονταίνει η απόσταση για το Rue de Marseille, μεγαλώνει η επαναφορά στα πρωτογενή της θλίψης. Το σκηνικό στήνεται στο μυαλό μου. Γωνία. Ο Αντώνης Χάλαρης βρίσκεται στην άκρη του μπαρ. Κοστούμι, γραβάτα, χαμόγελο. Τα χέρια πέρα δώθε, σαν τροχονόμος. Διαγώνια, μόνο για να φέρει το τσιγάρο στο στόμα. Η αλογοουρά να κυματίζει ελαφρά, σε κάθε κίνηση του κεφαλιού. Μια κοπέλα, με κρίκο στη μύτη και όμορφες πλάτες, μου μιλάει για τη Μασσαλία. Ένας σκύλος παρακαλάει, γαβγίζοντας, για πατατάκια. Λογικά, τώρα, η κυρία Λίτσα θα μας ρωτούσε: «Θέλετε πίτσα μήπως;».
Όμως, δεν είναι τέτοια μέρα. Σήμερα, είναι η πιο μαύρη μέρα στο πιο κόκκινο φόντο. Προετοιμάζομαι, με ένα ουφ, δέκα μέτρα πριν περάσω την πόρτα του ημιυπογείου, έτσι για την προσαρμογή. Έχει την πλάκα του όταν παίρνεις ένα περίεργο φορτίο στα χέρια σου, λες και κρατάς οβίδα τσέπης. Πας προετοιμασμένος και ψύχραιμος, μοιάζει όλο αυτό πολύ με εκείνες τις πρώτες βουτιές στη θάλασσα, όταν εσύ αναρωτιέσαι, πριν μπεις στο νερό, «πώς θα αντέξω» και όταν τελικά, πάντα μα πάντα, πούστη μου, αντέχεις. Μπαίνεις για λίγο στη θέση του πυροτεχνουργού.
Προστατευτική κάλυψη: Φορτώνεις μνήμες, τις διαιρείς, τις προαυλίζεις, βγάζεις βόλτα όσες δαγκώνουν, σε βρίζεις, τη βρίζεις. Σε δικαιολογείς, τη χαϊδεύεις. Αντιλαμβάνεσαι τα εξάμηνα βίτσια του επερχόμενου μέλλοντος: Γάτα, όχι γάτα· σκύλος, γιατί πόζες με κανέναν καυλάντη φουσκωτό που σου είπε μαλακίες, σε κάποιον διάδρομο γυμναστηρίου· μετά όχι σκύλος, γιατί αυτός είναι ρηχός και εσύ φλερτάρεις το κενό σου. Κύκλος συντελεσμένος. Πτώση, νομοτελειακή και ευκταία, που την ακολουθεί μάζεμα υλικού για μπάζα και ρήματα, σε ελεύθερη ερμηνεία, γιατί τα ρήματα μεταφέρουν ενέργεια. Έτσι, έχω συνυπολογίσει κάθε σενάριο άμυνας πια.
Μετά, όμως, όσο απομακρύνεσαι από τη γνώριμη ζώνη, ε; Βγαίνοντας από το Πανεπιστήμιο, μπαίνω στον πειρασμό να περιεργαστώ το περιεχόμενο της σακούλας. Το ξέρω ήδη, ένα σορτς και μια φανέλα, αυτό που τα καλοκαίρια ονομάζουμε πιτζάμες (τις λέμε με τζ, ρε μαλάκα, τι διορθώνεσαι, λες και μου φτιάχτηκες Γάλλος μεσοαστός). Τα πιάνω στα χέρια μου, και αμέσως τα αφήνω να πέσουν και πάλι στο καφέ χάρτινο υλικό. Χρατς χρουτς, κλείνω και προχωρώ. Λες κάπου εδώ «θα συνεχίσω, γάμα το, ξέρω τι, ξέρω πώς». Εντούτοις, ανά πενήντα μέτρα, θυμάσαι, και καταφεύγεις πάλι στον γνώριμο ήχο από σπορτέξ παιδικά.
Το θέμα, δηλαδή, δεν είναι το ρούχο, το θέμα είναι το μπρος-πίσω, που σπάει την πανοπλία, γιατί το πόδι, όπως σέρνεται στον δρόμο, σφαδάζει από τους αχινούς που πατήσαμε και ο συνειρμός είναι αλυσίδα: η καψαλισμένη σου πλάτη (φάτσα κάρτα στις αδιάγραφες φωτό μου), το μαλακισμένο σου αστείο με τον γλάρο, μέρος από τα εύρετρα της ληστείας την οποία διέπραξες, όταν σε μια ορισμένη ώρα της μέρας μπόρεσες και έκανες ηλίθια αστεία, γεμάτα ατάκες παρηγορητικές και πένθιμες. Έκτοτε, προσπαθώ σαν τον τεμαχιστή να ξεχωρίσω πέτσα και σάρκα από το ψάρι.