Αναλαμβάνει το δύσκολο αλλά και γοητευτικό έργο να τεχνουργήσει τις γέφυρες εκείνες που ενώνουν τα είδη, τους καλλιτέχνες, το κοινό, τις εκφράσεις και εκφάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού και της καλλιτεχνικής συνθήκης.
Οι στίχοι όμως αυτοί, που γράφτηκαν για τη σκηνή, δεν παύουν να είναι λόγος και μάλιστα λόγος έντεχνα καλλιεργημένος, έτσι που να προσφέρεται και για την εναπόθεσή του στο χαρτί και την ανάγνωσή του ως λεκτική κατασκευή που έρχεται για να συμπληρώσει, να φωτίσει, να ερμηνεύσει ένα άλλο έργο μέσα στο οποίο τοποθετείται εν είδει διαλείμματος ή τομής. Και είναι τέτοια η ποιότητα και ο χαρακτήρας των τομών αυτών, που μπορούν ταυτόχρονα να αποτελούν κομμάτι μιας ευρύτερης σύνθεσης και αυτοτελείς και αυτόνομες δημιουργίες με τη δική τους εμβέλεια και αυτοδυναμία. Ο Στρατής Πασχάλης, λοιπόν, με τα ποιητικά του αυτά κείμενα ανοίγει έναν διάλογο με κείμενα και με συγγραφείς και αναλαμβάνει το δύσκολο αλλά και γοητευτικό έργο να τεχνουργήσει τις γέφυρες εκείνες που ενώνουν τα είδη, τους καλλιτέχνες, το κοινό, τις εκφράσεις και εκφάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού και της καλλιτεχνικής συνθήκης. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Ο έρωτας κρυφά παραμονεύει», που συνετέθη ειδικά για την παράσταση του έργου του Σαίξπηρ, Αγάπης αγώνας άγονος:
Ο έρωτας κρυφά παραμονεύει,
στο δάσος περπατά σιγά σιγά
και, όταν βρει εκείνο που γυρεύει,
ορμάει, αλλά τότε είναι αργά.
Αγρίμι είν’ η αγάπη, δραπετεύει
και χάνεται, και ψάχνεις να τη βρεις,
μα όσο την ψυχή σου κι αν μαγεύει,
ποτέ να την αγγίξεις δεν μπορείς.
Ο έρωτας – τι μάταιος αγώνας,
λουλούδι που ’χει άρωμα πικρό,
σαν άνοιξη που γίνεται χειμώνας,
κι αλίμονο, δεν έχεις πια καιρό!