Καλοκαίρι. Σε ένα ερημικό ξωκλήσι, στα ορεινά της Καβάλας, μεταβαίνουν δύο παιδικοί φίλοι. Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία έχει οριστεί ως τόπος συνάντησης με τον κατά πολλά έτη ευεργέτη τους, τον οποίον όμως δεν είχαν συναντήσει ποτέ. Αρχικά εμφανίζεται ο φύλακας και ύστερα ο άγνωστος αποστολέας της πρόσκλησης. Πολλές και σημαντικές έννοιες προσεγγίζονται πολύπλευρα στο έργο· από υπαρξιακές, όπως ο χρόνος, τόσο ως αναμονή όσο και σε σχέση με την αιωνιότητα, ο θάνατος, η αυτοθυσία, το ψέμα, η ελπίδα, μέχρι και κοινωνικοπολιτικές: η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από την αλόγιστη συμπεριφορά απέναντί του, οι αρνητικές συνέπειες της μετανάστευσης στην ελληνική οικογένεια και ελληνική επαρχία κ.τ.λ.
Πρόκειται για θέματα που αναλύονται μέσω των χαρακτήρων του έργου και των εμπειριών του καθενός από το παρελθόν του. «Το μοτίβο της ατέρμονης αναμονής της πρώτης πράξης παραπέμπει στο μπεκετικό δραματουργικό σύμπαν, ενώ η δεύτερη πράξη βρίθει αποκαλύψεων και αναγνωρίσεων των δραματικών προσώπων, οι οποίες θυμίζουν τις περίτεχνες πλοκές της αρχαίας τραγωδίας. Η γλώσσα του έργου είναι ποιητική, παραπέμποντας σε συρραφή στίχων, οι οποίοι δημιουργήθηκαν για να συνθέσουν τελικά μία λυρική δραματουργία», αναφέρει η Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, Κατερίνα Διακουμοπούλου, στο
επίμετρο της έκδοσης.