Η Κάπα Εκδοτική ξεκινά μια ειδική σειρά που φιλοδοξεί να φιλοξενήσει το σύνολο του θεατρικού έργου του Θανάση Τριαρίδη, ενός από τους πιο πολυσυζητημένους και επιδραστικούς Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Το πρώτο έργο αυτής της σειράς είναι ο Μένγκελε, ενώ θα ακολουθήσουν μέσα στη φετινή χρονιά το Πλυντήριο και το Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου.
Ο Μένγκελε είναι το εμβληματικό έργο της δραματουργίας του Θανάση Τριαρίδη – και ένα από τα πιο ιδιαίτερα νεοελληνικά θεατρικά κείμενα των τελευταίων δεκαετιών. Γράφτηκε το 2012 μέσα σε μια δεκαετία, γνώρισε περισσότερα από 15 διαφορετικά ανεβάσματα στην Αθήνα αλλά και σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και στην Κύπρο. Είναι ένα έργο που επιχειρεί να αναμετρηθεί με την πιο ακατανόητη κτηνωδία στην ιστορία της Δύσης: το Εργαστήρι Πειραμάτων του Γιόζεφ Μένγκελε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Μια ακραία ηθική παραβολή (ή και μια μετα-πολιτική δυστοπία), ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας και μια ερωτική τραγωδία συμπλέκονται πέρα από τα όρια της ηθικής, στο αόρατο μεταίχμιο όπου η πιο έξαλλη αγάπη συναντιέται με το απόλυτο κακό.
Δύο άγνωστοι αναμεταξύ τους άνθρωποι της σημερινής εποχής: ένας άντρας (διοικητικός υπάλληλος κάποιας δημόσιας υπηρεσίας) και μία γυναίκα (υποψήφια διδάκτορας Ιστορίας) στο κουπέ ενός ηλεκτροκίνητου τρένου, σε ένα νυχτερινό δρομολόγιο· μία τυπική συζήτηση γνωριμίας.
Όλα ξεκινούν με μία ξαφνική διακοπή ρεύματος, οπότε οι δύο πρωταγωνιστές για να ξεπεράσουν την αμηχανία τους θα παίξουν το παιδικό παιχνίδι των ρόλων (ο καθένας από τους δύο αναλαμβάνει να υποδυθεί μία πολύ συγκεκριμένη ιστορική ή φανταστική
προσωπικότητα): ο άντρας θα παραστήσει τον «Γιόζεφ Μένγκελε», τον διαβόητο «Άγγελο του Θανάτου» του Άουσβιτς, και η γυναίκα την «Εσθήρ», την εγγονή μίας Εβραίας επιζήσασας, θύματος των φρικτών πειραμάτων του μυστηριώδους γιατρού. Γρήγορα όμως το παιχνίδι θα αλλάξει τροπή για τους δυο εγκλωβισμένους στο κουπέ του τρένου: μήπως στα αλήθεια είναι αυτό που δήθεν υποδύονται; Και πού μπορούν να φτάσουν «παίζοντας» ένα τέτοιο παιχνίδι με την ηθική, με την ανθρώπινη κατάσταση, με όλη την προηγούμενη Ιστορία; Ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει στην Εισαγωγή του: «Σε κάθε καινούρια παράσταση του συγκεκριμένου έργου, αντιμετωπίζω το ίδιο ερώτημα. “Μα γιατί γράφεις για τον Μένγκελε;…” Και πάντοτε απαντάω το ίδιο: “Γιατί υπήρξε – άρα ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξαναϋπάρξει. Γράφω για τον Μένγκελε γιατί θέλω να αποδείξω ότι ο όλεθρος του Ολοκαυτώματος είναι διαρκώς παροντικός. Το κακό δεν έρχεται από τον ουρανό, ούτε από τα βάθη μιας Κόλασης που δεν υπάρχει. Το κακό είναι μέσα μας – και χρειάζεται ηθικός αγώνας και πολιτισμική επαγρύπνηση για να μην είμαστε εμείς εκείνοι που θα ανεβάσουμε τους ανθρώπους στα τρένα για ένα επόμενο Άουσβιτς”».
[Από το Επίμετρο του βιβλίου]
Έχοντας φτιάξει ένα λογοτεχνικό σύμπαν από μόνος του και προσφέροντας επί σειρά ετών τα έργα του ελεύθερα στο διαδίκτυο, ο Τριαρίδης κατάφερε να προσεγγίσει και να συγκινήσει μια νέα γενιά καλλιτεχνών, αναγνωστών και θεατών με τρόπο που κανένας άλλος σύγχρονος Έλληνας θεατρικός συγγραφέας δεν μπόρεσε. Το κοινό του δεν αγαπάει μόνο τον γρήγορο, στακάτο λόγο του, τη γλώσσα του, που μπορεί να γίνει πρόστυχη αλλά ποτέ χυδαία, και την εκρηκτική, larger than life προσωπικότητά του – αγαπάει ακόμα και τα κολλήματά του.
Τατιάνα Λιάνη, Καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο ΑΠΘ
Ο Μένγκελε, περισσότερο από το «προχώρημα» της θεατρικής γλώσσας του Τριαρίδη, είναι το ξεκίνημα του πολιτικού του θεάτρου. Η φρίκη απλώνεται, μέσω των δύο πρωταγωνιστών, σε όλη την ανθρωπότητα, σε όλη την Ιστορία, και αναδεικνύεται ως καθολική: Ο κόσμος χωρίζεται σε θύτες και θύματα, κι όσο οι πρώτοι θα επιβάλλουν στους δεύτερους έναν τέτοιον ρόλο, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να επωμιστούν και όσα αυτό συνεπάγεται.
Ροζαλί Σινοπούλου, συγκριτολόγος και μεταφράστρια
Στην πορεία του έργου το κοινό –μπερδεμένο πια– αναρωτιέται αν έχει εγκλωβιστεί και αυτό μέσα στο σκοτεινό κουπέ. Και αν ναι, είναι στον ρόλο του θύτη ή του θύματος; Και αν είναι στον ρόλο του θύματος, πώς θα το διαχειριστεί; Η διανοητική και συναισθηματική χειραγώγηση του Τριαρίδη στο αποκορύφωμά της – για να κηλιδώσει τη μνήμη και τη συνείδηση των ιστορικά ευνοημένων.
Γαλάτεια Βασιλειάδου, φιλόλογος
Πώς ένα έργο τόσο ναρκοθετημένο αφηγηματικά συναντά τέτοια αποδοχή εδώ και πάνω από μια δεκαετία; Κάτι οικείο ελλοχεύει μέσα στο ανοίκειο κλίμα της αφήγησής του, κάτι που προσφέρεται στον αναγνώστη-θεατή ως άγκυρα πραγματικότητας και μέσο αναγνώρισης, επιτρέποντας έτσι στον Μένγκελε να λειτουργήσει ως παραβολή για το κακό μέσα μας.
Θοδωρής Τσομίδης, συγγραφέας και μεταφραστής